σήκωση

σήκωση
η / σήκωσις, -ώσεως, ΝΜ [σηκώνω]
νεοελλ.
1. εορταστική συγκέντρωση, συνάθροιση για γιορτή, πανηγύρι
2. (ιδίως στην Κύπρο) η τελευταία Κυριακή τής αποκριάς («τη νύχτα τής σήκωσης κι οι σκύλοι χορτασμένοι», παροιμ.)
μσν.
ανύψωση, σήκωμα ψηλά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σηκώσῃ — σηκάζω shut up in a pen fut part act fem dat sg (attic epic ionic) σηκόω weigh aor subj mid 2nd sg σηκόω weigh aor subj act 3rd sg σηκόω weigh fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”