- σήκωση
- η / σήκωσις, -ώσεως, ΝΜ [σηκώνω]νεοελλ.1. εορταστική συγκέντρωση, συνάθροιση για γιορτή, πανηγύρι2. (ιδίως στην Κύπρο) η τελευταία Κυριακή τής αποκριάς («τη νύχτα τής σήκωσης κι οι σκύλοι χορτασμένοι», παροιμ.)μσν.ανύψωση, σήκωμα ψηλά.
Dictionary of Greek. 2013.